- υδροθεραπευτικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροθεραπεία («υδροθεραπευτική μέθοδος»)2. το θηλ. ως ουσ. η υδροθεραπευτικήιατρ. κλάδος τής ιατρικής, ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη και εφαρμογή τών υδροθεραπευτικών μέσων και μεθόδων.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + θεραπευτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Ν. Κοντοπούλου].
Dictionary of Greek. 2013.